- διακινεῖται
- διακινέωmove slightlypres ind mp 3rd sg (attic epic)διακῑνεῖται , διακινέωmove slightlypres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμβούργο — (Hamburg). Πόλη (1.688.300 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας και κυριότερη από τις χανσεατικές πόλεις. To μείζον Α. αποτελεί ομόσπονδο κράτος (länder) με έκταση 755 τ. χλμ. και το πολεοδομικό του συγκρότημα έχει… … Dictionary of Greek
επικαχλάζω — ἐπικαχλάζω (Α) 1. (για το κύμα) χτυπώ με θόρυβο πάνω σε κάτι («κῡμα πέτραις ἐπικαχλάζεσκεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. παθ. ἐπικαχλάζομαι (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικαχλάζεται διακινεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καχλάζω «κάνω θόρυβο, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek
Βερακρούς — (Veracruz). Ονομασία πολιτείας και πόλης του Μεξικού. 1. Πολιτεία (επίσημη ονομασία Veracruz Llave, 72.815 τ. χλμ., 6.901.111 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού η οποία απλώνεται κατά μήκος των ακτών του κόλπου του Μεξικού, από ΒΔ προς ΝΑ, στο… … Dictionary of Greek
Μπουσάν — Πόλη της Νότιας Κορέας. H πόλη κατακτήθηκε το 1592 από τους Iάπωνες. Mε την ιαπωνοκορεατική συμφωνία της 26ης Φεβρουαρίου 1876 το λιμάνι της πόλης αναγνωρίστηκε ως ιαπωνική εκχώρηση και από το 1883 ήταν ελεύθερο. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek